μισονεϊστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μισονεϊστικός < μισονεϊστής + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μισονεϊστικός
- (λόγιο) που έχει σχέση με τον μισονεϊσμό ή τον μισονεϊστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισονεϊστικός
|