μοιραστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοιραστός < μεσαιωνική ελληνική μοιραστός
Επίθετο[επεξεργασία]
μοιραστός
- που μπορεί να μοιραστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοιραστός
|