μονοκότυλος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονοκότυλος < αρχαία ελληνική μονοκότυλος
Επίθετο
[επεξεργασία]μονοκότυλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονοκότυλος
|
μονοκότυλος
|