μονοσέλιδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοσέλιδος, -η, -ο
- που έχει μόνο μια σελίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοσέλιδος
|
μονοσέλιδος, -η, -ο
|