μονοψωνιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοψωνιακός < μονοψώνιο
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοψωνιακός -ή -ό
- που σχετίζεται με το μονοψώνιο
- μονοψωνιακές καταστάσεις
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοψωνιακός
|