μουσικομανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μουσικομανής | η | μουσικομανής | το | μουσικομανές |
γενική | του | μουσικομανούς* | της | μουσικομανούς | του | μουσικομανούς |
αιτιατική | τον | μουσικομανή | τη | μουσικομανή | το | μουσικομανές |
κλητική | μουσικομανή(ς) | μουσικομανής | μουσικομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μουσικομανείς | οι | μουσικομανείς | τα | μουσικομανή |
γενική | των | μουσικομανών | των | μουσικομανών | των | μουσικομανών |
αιτιατική | τους | μουσικομανείς | τις | μουσικομανείς | τα | μουσικομανή |
κλητική | μουσικομανείς | μουσικομανείς | μουσικομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μουσικομανής, -ής, ές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μουσικομανής
|