-μανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maˈnis/
- συλλαβισμός : -μα‐νής
Επίθημα[επεξεργασία]
-μανής αρσενικό (θηλυκό -μανής, ουδέτερο -μανές)
- δεύτερο συνθετικό για το σχηματισμό ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων όπου το πρόσωπο
- τείνει σε υπερβολική ικανοποίηση της σημασίας του πρώτου συνθετικού
- (ψυχιατρική) διακατέχεται από παθολογική μανία που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «"-μανής"» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.