μουχρωπός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μουχρωπός
- (λογοτεχνικό) που είναι κάπως μουχρός, μουντός και σκοτεινός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουχρωπός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- μουχρωπός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)