Μετάβαση στο περιεχόμενο

μπακαράς

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπακαράς οι μπακαράδες
      γενική του μπακαρά των μπακαράδων
    αιτιατική τον μπακαρά τους μπακαράδες
     κλητική μπακαρά μπακαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπακαράς < (άμεσο δάνειο) γαλλική baccara + [1] Συγκρίνετε με το άκλιτο ουδέτερο μπακαρά.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.kaˈɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπακαράς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπακαράς αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]