μπουστάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουστάκι τα μπουστάκια
      γενική
    αιτιατική το μπουστάκι τα μπουστάκια
     κλητική μπουστάκι μπουστάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουστάκι < μπούστ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι < ιταλικά busto < λατινικά bustum

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουστάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπούστο