μπούρμπερη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η μπούρμπερη
      γενική της μπούρμπερης
    αιτιατική την μπούρμπερη
     κλητική μπούρμπερη
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπούρμπερη < μεσαιωνική ελληνική πούλβερις < ιταλική polvere < λατινική pulvis (γενική: pulveris) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pel- (αλεύρι, σκόνη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπούρμπερη θηλυκό

  1. η σκόνη, η στάχτη, η τέφρα
  2. η πυρίτιδα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]