μυκητώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυκητώδης η μυκητώδης το μυκητώδες
      γενική του μυκητώδους της μυκητώδους του μυκητώδους
    αιτιατική τον μυκητώδη τη μυκητώδη το μυκητώδες
     κλητική μυκητώδη(ς) μυκητώδης μυκητώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυκητώδεις οι μυκητώδεις τα μυκητώδη
      γενική των μυκητωδών των μυκητωδών των μυκητωδών
    αιτιατική τους μυκητώδεις τις μυκητώδεις τα μυκητώδη
     κλητική μυκητώδεις μυκητώδεις μυκητώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυκητώδης < μύκητας + -ώδης

Επίθετο[επεξεργασία]

μυκητώδης, -ης, -ες

  1. γεμάτος μύκητες
  2. μυκητοειδής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]