μῆνιγξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μηνιγγ-
ονομαστική μῆνιγξ αἱ μήνιγγες
      γενική τῆς μήνιγγος τῶν μηνίγγων
      δοτική τῇ μήνιγγ ταῖς μήνιγξ(ν)
    αιτιατική τὴν μήνιγγ τὰς μήνιγγᾰς
     κλητική ! μῆνιγξ μήνιγγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μήνιγγε
γεν-δοτ τοῖν  μηνίγγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μῆνιγξ < άγνωστης ετυμολογίας Είτε από πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα, είτε προελληνική λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μῆνιγξ θηλυκό

  1. λεπτή μεμβράνη
  2. (ανατομία) κάθε μία από τις τρεις μεβράνες που καλύπτουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό
  3. (ανατομία) το τύμπανο του αφτιού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]