ναζωραίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναζωραίος < Ναζαρέτ
Επίθετο[επεξεργασία]
ναζωραίος, -α, -ο
- σχετικός με τη Ναζαρέτ
Δείτε επίσης : Ναζωραίος |
ναζωραίος, -α, -ο