ναρκοπέδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναρκοπέδιο τα ναρκοπέδια
      γενική του ναρκοπεδίου
ναρκοπέδιου
των ναρκοπεδίων
    αιτιατική το ναρκοπέδιο τα ναρκοπέδια
     κλητική ναρκοπέδιο ναρκοπέδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναρκοπέδιο < νάρκη + πεδίο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική minefield

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /naɾ.koˈpe.ði.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναρκοπέδιο ουδέτερο

  1. (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) έκταση ξηράς ή θάλασσας όπου έχουν τοποθετηθεί ή ποντιστεί νάρκες σε τέτοια διάταξη, ώστε να καθίσταται απαγορευτική η μέσω αυτής διέλευση
  2. (μεταφορικά) κατάσταση που εγκυμονεί κινδύνους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]