ναυτοδάνειο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναυτοδάνειο τα ναυτοδάνεια
      γενική του ναυτοδανείου
ναυτοδάνειου
των ναυτοδανείων
    αιτιατική το ναυτοδάνειο τα ναυτοδάνεια
     κλητική ναυτοδάνειο ναυτοδάνεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναυτοδάνειο < ναυτο- + δάνειο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυτοδάνειο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]