ναυτολογήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ναυτολογήσιμος η ναυτολογήσιμη το ναυτολογήσιμο
      γενική του ναυτολογήσιμου της ναυτολογήσιμης του ναυτολογήσιμου
    αιτιατική τον ναυτολογήσιμο τη ναυτολογήσιμη το ναυτολογήσιμο
     κλητική ναυτολογήσιμε ναυτολογήσιμη ναυτολογήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ναυτολογήσιμοι οι ναυτολογήσιμες τα ναυτολογήσιμα
      γενική των ναυτολογήσιμων των ναυτολογήσιμων των ναυτολογήσιμων
    αιτιατική τους ναυτολογήσιμους τις ναυτολογήσιμες τα ναυτολογήσιμα
     κλητική ναυτολογήσιμοι ναυτολογήσιμες ναυτολογήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναυτολογήσιμος < ναυτολογώ + -ήσιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

ναυτολογήσιμος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]