νενομισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νενομισμένος η νενομισμένη το νενομισμένο
      γενική του νενομισμένου της νενομισμένης του νενομισμένου
    αιτιατική τον νενομισμένο τη νενομισμένη το νενομισμένο
     κλητική νενομισμένε νενομισμένη νενομισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νενομισμένοι οι νενομισμένες τα νενομισμένα
      γενική των νενομισμένων των νενομισμένων των νενομισμένων
    αιτιατική τους νενομισμένους τις νενομισμένες τα νενομισμένα
     κλητική νενομισμένοι νενομισμένες νενομισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νενομισμένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή[επεξεργασία]

νενομισμένος

  • (λόγιο) νόμιμος
    ※  δόθηκε στην Βουλή ο νενομισμένος όρκος από τους νέους Βουλευτές που εξελέγησαν (Ορκωμοσία της νέας Βουλής- Αρχιεπίσκοπος: Η Βουλή είναι η Κιβωτός της Δημοκρατίας, Dogma.gr, 17 Ιουλίου 2019 [1])
    ※  Για να διαπιστωθεί ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται σε αυτόν τον κατάλογο, πρέπει είτε να εισέλθει στην Δημοκρατία και να γίνει ο νενομισμένος έλεγχος (Από το 2018 ενημέρωσε η Αστυνομία ότι καταζητείται ο Τζο Λόου, ant1.com.cy, 07/11/2019, [2])
    ※  το νομοσχέδιο βρίσκεται σε τελικό στάδιο επεξεργασίας και σύντομα θα σταλούν απόψεις στο Υπουργείο ώστε να ετοιμαστεί το τελικό κείμενο και θα ακολουθήσει ο νενομισμένος νομοτεχνικός έλεγχος, η έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου και η αποστολή του νομοσχεδίου στη Βουλή για ψήφιση (Φρένο στο ανεξέλεγκτο φακέλωμα της Αστυνομίας , 27 Ιανουαρίου 2018, philenews.com, [3])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]