νεροκάρδαμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεροκάρδαμο τα νεροκάρδαμα
      γενική του νεροκάρδαμου των νεροκάρδαμων
    αιτιατική το νεροκάρδαμο τα νεροκάρδαμα
     κλητική νεροκάρδαμο νεροκάρδαμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεροκάρδαμο < νερό + κάρδαμο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεροκάρδαμο ουδέτερο

  • (φυτό) το φαρμακευτικό φυτό nasturtium officinale που τρώγεται και ως σαλάτα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]