νεροκολόκυθο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεροκολόκυθο < νερο- + κολοκύθ(ι) + -ο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ne.ɾo.koˈlo.ci.θo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ρο‐κο‐λό‐κυ‐θο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεροκολόκυθο ουδέτερο
- (λαχανικό) καρπός νεροκολοκυθιάς
- φλασκί από το σκληρό περικάρπιο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- νεροκολόκυθο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νερο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαχανικά (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)