νευροτυπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νευροτυπικός < αγγλική neurotypical. Μορφολογικά αναλύεται σε νευρο- + τυπικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
νευροτυπικός, -ή, -ό
- (νευρολογία) που εμφανίζει συνήθη νευρική και εγκεφαλική δραστηριότητα·
- μη νευρολογικά ατυπικός (πχ μη παρκινσονικός, μη αυτιστικός, μη ανοϊκός κτλ)
- ※ Οι αυτιστικοί άνθρωποι δεν έχουν μέσα τους το STOP, τη “φωνή” δηλ. που έχουμε μέσα μας οι νευροτυπικοί που μας λέει πότε να σταματήσουμε να κάνουμε κάτι, αυτό σημαίνει ότι το όριο θα πρέπει να το διδάξουμε σε αυτούς τους ανθρώπους όπως ακριβώς σε ένα παιδί της α΄ δημοτικού την αλφαβήτα, προκειμένου να μάθει κάποια στιγμή να διαβάζει («Αγαπητέ δάσκαλε, καλημέρα, το παιδί μου είναι αυτιστικό», Καθημερινή, 22/10/2021 [1])
- ※ Σύμφωνα με τη δασκάλα της μουσικής, αντιλαμβάνεται, παίζει και διαβάζει το πεντάγραμμο στα 4 χρόνια (1ος χρόνος μαθημάτων μουσικής) σαν νευροτυπικό παιδί 7-8 ετών (3ος χρόνος μαθημάτων μουσικής). Και δεν είναι ο μόνος. Παρ’όλα αυτά δεν συμπεριφερόμαστε στα νευροτυπικά 7χρονα σαν να έχουν «μουσική αναπηρία» ή «διαταραχή του μουσικού φάσματος». (Νευροδιαφορετικότητα: 5 συχνές παρανοήσεις, ampa.lifo.gr, ανακτήθηκε στις 27/1/2024 [2])
- ※ Ποτέ δεν θα σταματήσω να είμαι αυτιστική. Βλέπω τον κόσμο με έναν διαφορετικό τρόπο από αυτό των νευροτυπικών συνομηλίκων μου. (Ζώντας σε δύο κόσμους παράλληλα. Τον «Κόσμο του Αυτισμού» και τον «Νευροτυπικό Κόσμο», Κέντρο ΔΙ.ΚΕ.Ψ.Υ (Διεπιστημονική & Ερευνητική Ψυχοκοινωνική Υποστήριξη Παιδιών και Ενηλίκων), ανακτήθηκε στις 27/1/2024 [3])
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νευροτυπικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νευρο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)