νηοδόκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νηοδόκη | οι | νηοδόκες |
γενική | της | νηοδόκης | των | νηοδοκών |
αιτιατική | τη | νηοδόκη | τις | νηοδόκες |
κλητική | νηοδόκη | νηοδόκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νηοδόκη < νηο- (< αρχαία ελληνική ναῦς) + -δόκη (< αρχαία ελληνική δέχομαι) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dock)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νηοδόκη θηλυκό
- (ναυτικός όρος) το ντοκ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νηοδόκη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)