νοηματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
νοηματικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στο νόημα, το περιεχόμενο ενός κειμένου
- που αναφέρεται στο νόημα, την κίνηση με το χέρι
- οι κωφοί επικοινωνούν με τη νοηματική γλώσσα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοηματικός
|