νοτιοατλαντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοτιοατλαντικός < νότιος + Ατλαντικός (ωκεανός)
Επίθετο[επεξεργασία]
νοτιοατλαντικός
- ο σχετικός με τον Νότιο Ατλαντικό (έκταση, χώρες, σύμφωνα, ακτές, λιμένες, κ.λπ.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοτιοατλαντικός
|