ντακότα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντακότα οι ντακότες
      γενική της ντακότας
    αιτιατική την ντακότα τις ντακότες
     κλητική ντακότα ντακότες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντακότα < αγγλική Dakota

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /daˈko.ta/
ντακότα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντακότα θηλυκό

  1. (αεροπορικός όρος) παλιό μεταγωγικό αεροπλάνο με δύο κινητήρες
  2. (αργκό) φαντάρος που έχει κριθεί μη μάχιμος· που αποφεύγει τις δύσκολες υπηρεσίες, λουφάρει ή είναι τεμπέλης
    → δείτε και τη λέξη γιωτάς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]