ντοματοκεφτές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /do.ma.to.ceˈftes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντο‐μα‐το‐κε‐φτές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντοματοκεφτές αρσενικό
- (γαστρονομία) κεφτές με βασικό συστατικό τη ντομάτα αντί για κιμά, ο οποίος τρώγεται κυρίως ως ορεκτικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ψευτοκεφτές (Σαντορίνη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντοματοκεφτές
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ντοματοκεφτές - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)