κεφτές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κεφτές | οι | κεφτέδες |
γενική | του | κεφτέ | των | κεφτέδων |
αιτιατική | τον | κεφτέ | τους | κεφτέδες |
κλητική | κεφτέ | κεφτέδες | ||
όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεφτές αρσενικό
- ένα κομμάτι κιμά ζυμωμένου με μυρωδικά και άλλα υλικά, που πλάθεται σε σφαιρικό σχήμα και τηγανίζεται
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- κολοκυθοκεφτές
- κρεμμυδοκεφτές
- ντοματοκεφτές
- πατατοκεφτές
- ρεβυθοκεφτές
- σπανακοκεφτές
- ταραμοκεφτές
- φαβοκεφτές
- ψευτοκεφτές