ντουχιουντισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντουχιουντισμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
ντουχιουντισμένος
- σκεπτικός,προβληματισμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντουχιουντισμένος
|