ξεγανωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεγανωμένος η ξεγανωμένη το ξεγανωμένο
      γενική του ξεγανωμένου της ξεγανωμένης του ξεγανωμένου
    αιτιατική τον ξεγανωμένο την ξεγανωμένη το ξεγανωμένο
     κλητική ξεγανωμένε ξεγανωμένη ξεγανωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεγανωμένοι οι ξεγανωμένες τα ξεγανωμένα
      γενική των ξεγανωμένων των ξεγανωμένων των ξεγανωμένων
    αιτιατική τους ξεγανωμένους τις ξεγανωμένες τα ξεγανωμένα
     κλητική ξεγανωμένοι ξεγανωμένες ξεγανωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεγανωμένος < ξε- + γανωμένος

Επίθετο[επεξεργασία]

ξεγανωμένος

Πηγές[επεξεργασία]

  • ξεγανωμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]