ξεκωλάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκωλάκι τα ξεκωλάκια
      γενική
    αιτιατική το ξεκωλάκι τα ξεκωλάκια
     κλητική ξεκωλάκι ξεκωλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκωλάκι < ξέκωλ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐κω‐λά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεκωλάκι, ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]