ξεστούπωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεστούπωμα < ξεστουπώνω + -μα < ξε- + στουπώνω < στουπί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεστούπωμα ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (λαϊκότροπο) το άνοιγμα ενός κλειστού δοχείου με την αφαίρεση του στουπιού που φράζει την οπή
- Το ξεστούπωμα (τίτλος διηγήματος του Εμμανούλ Ροΐδη)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη στουπί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεστούπωμα