ξυλογλύπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυλογλύπτης αρσενικό (θηλυκό: ξυλογλύπτρια)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ξυλογλυπτική
- ξυλόγλυπτο
- ξυλόγλυπτος
- ξυλογλύπτρια
- → δείτε τις λέξεις ξύλο και γλύπτης