ολίγοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | ολίγοι | ||
γενική | των | ολίγων | ||
αιτιατική | τους | ολίγους | ||
κλητική | ολίγοι | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολίγοι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἱ ὀλίγοι, ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου ὀλίγος στον πληθυντικό
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈli.ʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λί‐γοι
- ομόηχο: ολίγη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολίγοι αρσενικό στον πληθυντικό με άρθρο
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ολίγοι
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ολίγος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)