ολιγοσιτία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγοσιτία < αρχαία ελληνική ὀλιγοσιτία < αρχαία ελληνική ὀλίγος + σῖτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολιγοσιτία θηλυκό
- (λόγιο) το χαρακτηριστικό του ολιγόσιτου, αυτού που τρώει λίγο φαγητό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ολιγόσιτος
- → δείτε τις λέξεις λίγος και σίτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγοσιτία
|