ολόπρωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολόπρωτος η ολόπρωτη το ολόπρωτο
      γενική του ολόπρωτου της ολόπρωτης του ολόπρωτου
    αιτιατική τον ολόπρωτο την ολόπρωτη το ολόπρωτο
     κλητική ολόπρωτε ολόπρωτη ολόπρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολόπρωτοι οι ολόπρωτες τα ολόπρωτα
      γενική των ολόπρωτων των ολόπρωτων των ολόπρωτων
    αιτιατική τους ολόπρωτους τις ολόπρωτες τα ολόπρωτα
     κλητική ολόπρωτοι ολόπρωτες ολόπρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολόπρωτος < ολο- + πρώτος

Επίθετο[επεξεργασία]

ολόπρωτος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]