ομιχλοκρύσταλλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομιχλοκρύσταλλος οι ομιχλοκρύσταλλοι
      γενική του ομιχλοκρύσταλλου
ομιχλοκρυστάλλου
των ομιχλοκρύσταλλων
ομιχλοκρυστάλλων
    αιτιατική τον ομιχλοκρύσταλλο τους ομιχλοκρύσταλλους
ομιχλοκρυστάλλους
     κλητική ομιχλοκρύσταλλε ομιχλοκρύσταλλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομιχλοκρύσταλλος < ομίχλη + -ο- + κρύσταλλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ομιχλοκρύσταλλος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]