οξειδαναγωγικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξειδαναγωγικός η οξειδαναγωγική το οξειδαναγωγικό
      γενική του οξειδαναγωγικού της οξειδαναγωγικής του οξειδαναγωγικού
    αιτιατική τον οξειδαναγωγικό την οξειδαναγωγική το οξειδαναγωγικό
     κλητική οξειδαναγωγικέ οξειδαναγωγική οξειδαναγωγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξειδαναγωγικοί οι οξειδαναγωγικές τα οξειδαναγωγικά
      γενική των οξειδαναγωγικών των οξειδαναγωγικών των οξειδαναγωγικών
    αιτιατική τους οξειδαναγωγικούς τις οξειδαναγωγικές τα οξειδαναγωγικά
     κλητική οξειδαναγωγικοί οξειδαναγωγικές οξειδαναγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

οξειδαναγωγικός (el), -ή, -ό αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]