οπαλιόχρους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | οπαλιόχρους | το | οπαλιόχρουν | ||
γενική | του/της | οπαλιόχρου | του | οπαλιόχρου | ||
αιτιατική | τον/την | οπαλιόχρου | το | οπαλιόχρουν | ||
κλητική | οπαλιόχρους* | οπαλιόχρουν* | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | οπαλιόχροες | τα | οπαλιόχροα | ||
γενική | των | οπαλιοχρόων | των | οπαλιοχρόων | ||
αιτιατική | τους/τις | οπαλιόχροες | τα | οπαλιόχροα | ||
κλητική | οπαλιόχροες | οπαλιόχροα | ||||
* Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
οπαλιόχρους, -ους, -ουν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπαλιόχρους
|