οπαλιόχρους

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η οπαλιόχρους το οπαλιόχρουν
      γενική του/της οπαλιόχρου του οπαλιόχρου
    αιτιατική τον/την οπαλιόχρου το οπαλιόχρουν
     κλητική οπαλιόχρους* οπαλιόχρουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπαλιόχροες τα οπαλιόχροα
      γενική των οπαλιοχρόων των οπαλιοχρόων
    αιτιατική τους/τις οπαλιόχροες τα οπαλιόχροα
     κλητική οπαλιόχροες οπαλιόχροα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπαλιόχρους < οπάλιο + -ο- + -χρους

Επίθετο[επεξεργασία]

οπαλιόχρους, -ους, -ουν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]