οπωροκηπευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπωροκηπευτικός < οπωροκηπευτικά + -ός
Επίθετο[επεξεργασία]
οπωροκηπευτικός
- που έχει σχέση με τα οπωροκηπευτικά ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπωροκηπευτικός
|