οργιαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργιαστής < ελληνιστική κοινή ὀργιαστής < αρχαία ελληνική ὀργιάζω < ὄργια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οργιαστής αρσενικό (θηλυκό οργιάστρια)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οργιαστής
|