ορθοπρωκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορθοπρωκτικός < ορθό (πεπτικό σύστημα) + πρωκτός + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ορθοπρωκτικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορθοπρωκτικός
|