ορθοπρωκτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθοπρωκτικός η ορθοπρωκτική το ορθοπρωκτικό
      γενική του ορθοπρωκτικού της ορθοπρωκτικής του ορθοπρωκτικού
    αιτιατική τον ορθοπρωκτικό την ορθοπρωκτική το ορθοπρωκτικό
     κλητική ορθοπρωκτικέ ορθοπρωκτική ορθοπρωκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθοπρωκτικοί οι ορθοπρωκτικές τα ορθοπρωκτικά
      γενική των ορθοπρωκτικών των ορθοπρωκτικών των ορθοπρωκτικών
    αιτιατική τους ορθοπρωκτικούς τις ορθοπρωκτικές τα ορθοπρωκτικά
     κλητική ορθοπρωκτικοί ορθοπρωκτικές ορθοπρωκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορθοπρωκτικός < ορθό (πεπτικό σύστημα) + πρωκτός + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ορθοπρωκτικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]