οροθεραπευτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οροθεραπευτικός η οροθεραπευτική το οροθεραπευτικό
      γενική του οροθεραπευτικού της οροθεραπευτικής του οροθεραπευτικού
    αιτιατική τον οροθεραπευτικό την οροθεραπευτική το οροθεραπευτικό
     κλητική οροθεραπευτικέ οροθεραπευτική οροθεραπευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οροθεραπευτικοί οι οροθεραπευτικές τα οροθεραπευτικά
      γενική των οροθεραπευτικών των οροθεραπευτικών των οροθεραπευτικών
    αιτιατική τους οροθεραπευτικούς τις οροθεραπευτικές τα οροθεραπευτικά
     κλητική οροθεραπευτικοί οροθεραπευτικές οροθεραπευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οροθεραπευτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

οροθεραπευτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]