ορυκτοτεχνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορυκτοτεχνικός η ορυκτοτεχνική το ορυκτοτεχνικό
      γενική του ορυκτοτεχνικού της ορυκτοτεχνικής του ορυκτοτεχνικού
    αιτιατική τον ορυκτοτεχνικό την ορυκτοτεχνική το ορυκτοτεχνικό
     κλητική ορυκτοτεχνικέ ορυκτοτεχνική ορυκτοτεχνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορυκτοτεχνικοί οι ορυκτοτεχνικές τα ορυκτοτεχνικά
      γενική των ορυκτοτεχνικών των ορυκτοτεχνικών των ορυκτοτεχνικών
    αιτιατική τους ορυκτοτεχνικούς τις ορυκτοτεχνικές τα ορυκτοτεχνικά
     κλητική ορυκτοτεχνικοί ορυκτοτεχνικές ορυκτοτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορυκτοτεχνικός < ορυκτοτεχνία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ορυκτοτεχνικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]