οσκαρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οσκαρικός η οσκαρική το οσκαρικό
      γενική του οσκαρικού της οσκαρικής του οσκαρικού
    αιτιατική τον οσκαρικό την οσκαρική το οσκαρικό
     κλητική οσκαρικέ οσκαρική οσκαρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οσκαρικοί οι οσκαρικές τα οσκαρικά
      γενική των οσκαρικών των οσκαρικών των οσκαρικών
    αιτιατική τους οσκαρικούς τις οσκαρικές τα οσκαρικά
     κλητική οσκαρικοί οσκαρικές οσκαρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οσκαρικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

οσκαρικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]