οστεομυελικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οστεομυελικός η οστεομυελική το οστεομυελικό
      γενική του οστεομυελικού της οστεομυελικής του οστεομυελικού
    αιτιατική τον οστεομυελικό την οστεομυελική το οστεομυελικό
     κλητική οστεομυελικέ οστεομυελική οστεομυελικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οστεομυελικοί οι οστεομυελικές τα οστεομυελικά
      γενική των οστεομυελικών των οστεομυελικών των οστεομυελικών
    αιτιατική τους οστεομυελικούς τις οστεομυελικές τα οστεομυελικά
     κλητική οστεομυελικοί οστεομυελικές οστεομυελικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οστεομυελικός < οστεο- + μυελικός

Επίθετο[επεξεργασία]

οστεομυελικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]