παιδαρέλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παιδαρέλι τα παιδαρέλια
      γενική του παιδαρελιού των παιδαρελιών
    αιτιατική το παιδαρέλι τα παιδαρέλια
     κλητική παιδαρέλι παιδαρέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παιδαρέλι, υποκοριστικό του παιδί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παιδαρέλι ουδέτερο

  1. το μικρό παιδί
  2. (μεταφορικά) ο χωρίς κρίση και ωριμότητα νέος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]