παιδιάτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παιδιάτικος, -η, -ο
- (παρωχημένο, λογοτεχνικό) άλλη γραφή του παιδιάστικος
- ※ Στο μέτωπο, ιδρωμένα, κολλούσανε τ' άσπρα μαλλιά, με κάτι στρουφίσματα σαν παιδιάτικα σγουρά (Άγγελος Τερζάκης, Η μενεξεδένια πολιτεία (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 81976), σ. 17)
- ※ Στάθηκε και γύριζε χαρωπή, σαν ένας παιδιάτικος ανεμόμυλος από μεταξωτό χαρτί (Στράτης Μυριβίλης, «Δυο γυναίκες», Πειραϊκά Γράμματα 6 (Δεκέμβριος 1942), σ. 262)