παιδοκαρδιολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδοκαρδιολόγος < παιδο- + καρδιολόγος (< καρδιο- + -λόγος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.ðo.kaɾ.ði.oˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐δο‐καρ‐δι‐ο‐λό‐γος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιδοκαρδιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (καρδιολογία, ιατρική, νεολογισμός, επάγγελμα) καρδιολόγος που ειδικεύεται στις παιδικές ηλικίες
- ※ Ο προληπτικός καρδιολογικός έλεγχος, για να είναι πλήρης, πρέπει να περιλαμβάνει την κλινική εξέταση από εξειδικευμένο παιδοκαρδιολόγο, το ηλεκτροκαρδιογράφημα και το έγχρωμο triplex καρδιάς και μεγάλων αγγείων. (Η σημασία του προληπτικού προαθλητικού ελέγχου σε παιδιά σχολικής ηλικίας, Η Καθημερινή, 8 Σεπτεμβρίου 2017)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιδοκαρδιολόγος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παιδο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα καρδιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Καρδιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)