παμμαγνησιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παμμαγνησιακός η παμμαγνησιακή το παμμαγνησιακό
      γενική του παμμαγνησιακού της παμμαγνησιακής του παμμαγνησιακού
    αιτιατική τον παμμαγνησιακό την παμμαγνησιακή το παμμαγνησιακό
     κλητική παμμαγνησιακέ παμμαγνησιακή παμμαγνησιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παμμαγνησιακοί οι παμμαγνησιακές τα παμμαγνησιακά
      γενική των παμμαγνησιακών των παμμαγνησιακών των παμμαγνησιακών
    αιτιατική τους παμμαγνησιακούς τις παμμαγνησιακές τα παμμαγνησιακά
     κλητική παμμαγνησιακοί παμμαγνησιακές παμμαγνησιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παμμαγνησιακός < παν- + μαγνησιακός

Επίθετο[επεξεργασία]

παμμαγνησιακός

  • ο σχετικός με ολόκληρη την Μαγνησία, ή με όλα τα μέρη της Μαγνησίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]