παμμαγνησιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παμμαγνησιακός < παν- + μαγνησιακός
Επίθετο[επεξεργασία]
παμμαγνησιακός
- ο σχετικός με ολόκληρη την Μαγνησία, ή με όλα τα μέρη της Μαγνησίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παμμαγνησιακός
|