παναρκαδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παναρκαδικός
- ο σχετικός με ολόκληρη την Αρκαδία, ή με όλα τα μέρη της Αρκαδίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παναρκαδικός
|